Αμμιανός Μαρκελλίνος

1. Βιογραφικά στοιχεία

Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Ammianus Marcellinus) γεννήθηκε περί το 330 στην Αντιόχεια της Συρίας, όπου έλαβε την πρώτη του μόρφωση. Εκείνη την περίοδο η Αντιόχεια συγκαταλεγόταν στις σημαντικότερες πόλεις του Βυζαντίου και ο ίδιος ήταν υπερήφανος για την πόλη του. Έτσι, χάρη και στην ευγενή ελληνική οικογένειά του, ανατράφηκε σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον με έντονο τον εθνικό χαρακτήρα της παιδείας. Η πολιτική και επαγγελματική δραστηριότητά του, καθώς και η έρευνα που διεξήγε για τη συγγραφή της ιστορίας του τοποθετούνται στο β' ήμισυ του 4ου αιώνα, στα χρόνια των αυτοκρατόρων Κωνσταντίου Β', Ιουλιανού, Ουαλεντινιανού και Ουάλεντος. Η οικογενειακή του κατάσταση (σύζυγος, τέκνα) δε μας είναι γνωστή και ούτε υπάρχει σαφής ένδειξη για τη χρονολογία θανάτου του. Μέσα στο έργο του ωστόσο βρίσκονται έμμεσες νύξεις για το εν λόγω θέμα. Συγκεκριμένα, ο Αμμιανός αναφέρεται στην υπατεία του Neotherius (Νεοθερίου), την ύπαρξη του Σεραπείου της Αλεξάνδρειας, αλλά και στα πρόσωπα του Πρόβου (Probus) και του Θεοδοσίου (Theodosius), στοιχεία τα οποία δηλώνουν ότι βρισκόταν εν ζωή τουλάχιστον μέχρι το 391.

2. Επαγγελματική σταδιοδρομία

Στην πρώιμη περίοδο της ζωής του ορίστηκε ως ένας από τους protectores domestici.1 Το 353 διορίστηκε από τον αυτοκράτορα στην υπηρεσία του Ουρσικίνου (Ursicinus), επικεφαλής στρατηγού του ρωμαϊκού στρατού στην Ανατολή, και τον συνάντησε στη Νίσιβι της Μεσοποταμίας. Συνόδευσε τον Ουρσίκινο στην Αντιόχεια, όπου είχε επιφορτισθεί με την εκδίκαση υποθέσεων εσχάτης προδοσίας. Γενικότερα, στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας του ο Αμμιανός είναι στενά συνδεδεμένος με τον Ουρσίκινο, γνωρίζοντας μαζί του περιόδους ευημερίας αλλά και δύσκολες στιγμές, στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Σασσανιδών.2 Το 354 ο Αμμιανός συνόδευσε στο Μεδιόλανο (σημ. Μιλάνο) το στρατηγό του, ο οποίος είχε περιπέσει σε δυσμένεια επί Κωνσταντίου Β'. Αφού διέμειναν για σύντομο χρονικό διάστημα στην αυλή του αυτοκράτορα, ταξίδεψαν στη Γαλατία, όπου παρέμειναν έως το καλοκαίρι του 357. Το Σίρμιον της Παννονίας υπήρξε ο επόμενος σταθμός των μετακινήσεων του Αμμιανού, όπου όμως παρέμεινε πολύ λίγο, καθώς η σασσανιδική απειλή το 359 ανάγκασε τον αυτοκράτορα να καλέσει τον ίδιο και τον Ουρσίκινο στα ανατολικά σύνορα.3 Συγκεκριμένα ακολούθησε το στρατηγό του στη Νίσιβι, προκειμένου να αναδιοργανώσουν την άμυνα της πόλης και να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο κατάληψής της από τους Σασσανίδες. Ο Αμμιανός αρχικά στάλθηκε από τον Ουρσίκινο με μια αποστολή στη Νίσιβι. Έπειτα πρόλαβε τον Ουρσίκινο στην πορεία του προς την Άμιδα, ειδοποιώντας τον για την επικείμενη σασσανιδική προέλαση. Μετά την άφιξή τους στην Άμιδα ο Αμμιανός στάλθηκε στο σατράπη της επαρχίας της Κορδουηνής (βορειοδυτικά της Μεσοποταμίας) για να αποσπάσει πληροφορίες σχετικά με την κίνηση του Σαπώρ Β'. Ύστερα από περιπετειώδη καταδίωξη από το σασσανιδικό στρατό ο Αμμιανός βρέθηκε με το υπόλοιπο βυζαντινό στράτευμα να υπερασπίζονται την πόλη της Άμιδας.4 Μετά την πτώση της πόλης στα χέρια του Σαπώρ Β' (360) ο Αμμιανός κατάφερε να διαφύγει μεταμφιεσμένος στη διάρκεια της νύχτας.5 Μετά από πολλές περιπέτειες κατόρθωσε να συναντήσει τον Ουρσίκινο στην πόλη Μελιτηνή της Μικράς Ασίας και από εκεί επέστρεψαν στην Αντιόχεια επί Ορόντου. Την πτώση της Άμιδος στους Σασσανίδες διαδέχθηκε η απομάκρυνση του Ουρσικίνου από τη θέση του υπεύθυνου διοικητή, γεγονός που οδήγησε και στο σχετικό παραγκωνισμό του Αμμιανού. Μετά από τα γεγονότα του 360 οι έμμεσες αναφορές για το βίο του περιορίζονται. Κατά το 363 έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Ιουλιανού εναντίον των Σασσανιδών, χωρίς όμως να είναι γνωστή η ιδιότητά του. Πιθανόν συνάντησε τον Ιουλιανό κατά την άφιξη του στόλου των ρωμαϊκών πλοιαρίων στον Ευφράτη.6 Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, την ανάρρηση του Ιοβιανού στο θρόνο και την επιστροφή του στρατού στα ρωμαϊκά εδάφη ο Αμμιανός παρέμεινε στη γενέτειρά του για αρκετό χρονικό διάστημα, πιθανόν μέχρι το 371, οπότε και υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας σε δίκη εσχάτης προδοσίας στην Αντιόχεια. Θεωρείται αρκετά πιθανό μάλιστα το ενδεχόμενο να διατηρούσε εκεί τη μόνιμη κατοικία του μέχρι τη μάχη της Αδριανουπόλεως και το θάνατο του Ουάλεντος (378). Η παραμονή του στην Αντιόχεια διακοπτόταν συχνά από ταξίδια στο πλαίσιο των πνευματικών του ενδιαφερόντων, στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα, μετά το σεισμό της 6ης Ιουλίου του 366.7 Η σταδιοδρομία του στο στρατό ήταν ένα μικρό μόνο μέρος της ζωής του, καθώς το μεγαλύτερο αφιερώθηκε στη μελέτη και στη συγγραφή του ιστορικού του έργου. Είναι πιθανό στη διάρκεια της παραμονής του στην Αντιόχεια να διενήργησε ένα αρκετά μεγάλο τμήμα της έρευνάς του, καθώς η συγκεκριμένη πόλη αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα της εποχής, με πλούσια δημόσια αρχεία. Μετά τα γεγονότα του 378 ο Αμμιανός πήγε στη Ρώμη μέσω Θράκης. Προτίμησε τη χερσαία οδό παρά τη θαλάσσια ώστε να έχει τη δυνατότητα της επιτόπιας έρευνας για τις μάχες και για τα γεγονότα που τον απασχολούσαν στο έργο του. Η μόνιμη εγκατάστασή του στη Ρώμη πρέπει να πραγματοποιήθηκε πριν το 383. Πιθανόν όμως αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει μαζί με άλλους ξένους κατόπιν σχετικής εντολής των υπευθύνων της πόλης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο λοιμός που είχε ενσκήψει. Πάντως συνέγραψε το έργο του στην Αιώνια Πόλη, όπου κέρδισε σημαντική θέση στα τεκταινόμενα παρά την αντιπάθεια κάποιων κύκλων της πόλης στο πρόσωπό του λόγω της μη ρωμαϊκής καταγωγής του. Σε αυτό συνέβαλε η φιλία και η υποστήριξη του Συμμάχου (Symmachus) και του Πραιτεξτάτου (Praetextatus), ατόμων με ισχυρά ερείσματα στους αριστοκρατικούς κύκλους της πόλης.

3. Κοσμοαντίληψη

O Αμμιανός δεν ήταν χριστιανός και αυτό καθίσταται αντιληπτό μέσω των αποσπασματικών αναφορών στο κείμενό του και συγκεκριμένα από τη μη εξοικείωσή του με τη χριστιανική ιδεολογία, τα ήθη και τα έθιμα όταν προβαίνει σε αναφορές σε αυτά. Ωστόσο τηρεί μια φιλελεύθερη και ορθολογική στάση προς τους χριστιανούς. Στηλιτεύει την απόφαση να μην έχουν πρόσβαση στις ρητορικές σχολές οι χριστιανοί διδάσκαλοι, επαινεί τον απλό τρόπο ζωής των επαρχιακών επισκόπων και γενικότερα υιοθετεί μια στάση ανοχής προς το χριστιανικό στοιχείο.8 Συχνά αναφέρεται σε μια ανώτερη δύναμη (numen), την οποία κοσμεί με τα επίθετα magnum, superum, ενώ άλλες φορές την ονομάζει Deus.9 Δείχνει μια ιδιαίτερη κλίση προς την αστρολογία, τη θεοποίηση, τα όνειρα και άλλες προλήψεις της εποχής του. Κατά τη γνώμη του η Tύχη (Fortuna) και η Mοίρα (Fatum) είναι οι κυρίαρχες δυνάμεις, οι οποίες όμως είναι δυνατόν να υπερνικηθούν από την επινοητικότητα και το κουράγιο του ανθρώπου. Μέσα στο κείμενό του διατηρούνται οι παραδοσιακές αντιλήψεις του πατριωτισμού, της περιφρόνησης για τους βαρβάρους και τον όχλο, το κατηγορώ εναντίον της διαφθοράς και της πολυτέλειας κτλ. Η κοσμοαντίληψη του Αμμιανού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ντετερμινιστική, χωρίς όμως να διαπνέεται από μοιρολατρία και από ανενεργή ηρεμία για το μέλλον.10 Ωστόσο υπάρχει και η άποψη ότι η ιδεολογία του διαπνεόταν από έναν κενό μονοθεϊσμό με έντονη ροπή προς τη μοιρολατρία.

4. Ιστορικό έργο

Το έργο του Αμμιανού Res Gestae «διαδέχεται» την ερευνητική προσπάθεια του Τάκιτου. Καλύπτει το χρονικό διάστημα από την άνοδο του Νέρβα (Nerva, 96-98) έως τη μάχη της Αδριανουπόλεως και το θάνατο του Ουάλεντος (378) και διαιρείται σε 31 βιβλία, εκ των οποίων τα πρώτα 13 έχουν χαθεί. Τα βιβλία αυτά θα πρέπει να έδιναν ένα σύντομο απολογισμό των ετών 96-352, με δεδομένο ότι στα 18 εναπομείναντα παραθέτει αναλυτικά τα γεγονότα των τελευταίων 25 ετών (353-378) του ιστορικού του έργου. Ο Αμμιανός έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στη δύσκολη αποστολή της συγγραφής του ιστορικού του έργου. Μελέτησε εκτενώς τις λατινικές πηγές, κρατώντας παράλληλα σημειώσεις για το αντικείμενο που τον ενδιέφερε. Έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις Ιστορίες του Τάκιτου, αντιγράφοντας το ύφος του στο βαθμό που ήταν δυνατόν. Παράλληλα μελέτησε το Λίβιο (Livius),11 ενώ πέρα από τις πιθανές επιδράσεις που δέχθηκε από το Σαλλούστιο (Sallustius) μελέτησε τον Κικέρωνα (Cicero) προκειμένου να αυξήσει τη δεινότητά του στη λατινική γλώσσα. Ευρύτερα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη του Γελλίου (Gellius), του Βαλερίου (Valerius), του Μαξίμου (Maximus), του Πλινίου του Πρεσβυτέρου (Plinius Secundus) και του Φλόρου (Florus). Από τους ποιητές μελέτησε τον Πλαύτο (Plautus), τον Τερέντιο (Terentius), το Βεργίλιο (Vergilius), τον Οράτιο (Horatius), τον Οβίδιο (Ovidius) και το Λουκανό (Lucanus). Επιπλέον συμβουλεύτηκε τα Χρονικά (Annales) του Βίρου Νικόμαχου Φλαβιανού (Virus Nicomachus Flavianus), το έργο ενός ανώνυμου Έλληνα συγγραφέα επηρεασμένου από τη θουκυδίδεια μέθοδο διαχωρισμού του έτους σε θέρος και χειμώνα, το Ημερολόγιο του Μάγνου από τις Κάρρες (Magnus Carrhae), τα Φυσικά Ζητήματα (Quaestiones Naturales) του Σενέκα (Seneca), το Solinus, τον Πτολεμαίο κ.ά. Κύριο χαρακτηριστικό του έργου του Αμμιανού είναι η μεικτή χρήση της μεθόδου χρονολόγησης των Χρονικών του Βίρου Νικόμαχου Φλαβιανού και του Θουκυδίδη. Παράλληλα με τη μελέτη των γραπτών πηγών, ο Αμμιανός έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην προσωπική παρατήρηση και στην εμπειρική έρευνα. Σκοπός του ήταν η συγγραφή ενός ιστορικού έργου και όχι απλώς ένα σώμα βιογραφικών ιστορικών πληροφοριών, όπως ήταν ευρύτατα διαδεδομένο κατά την εποχή του Σουητωνίου (Suetonius). Ωστόσο δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τη μερική έστω επίδραση των διαδόχων του Σουητωνίου στο έργο του. Παρ’ ότι παραθέτει ένα βιογραφικό σχεδιάγραμμα των αυτοκρατόρων που έδρασαν τους χρόνους που καλύπτει η ιστορία του, δεν ακολουθεί έναν προκαθορισμένο τύπο βιογραφικής σύνθεσης.12 Παράλληλα δεν εγκρίνει τις τόσο διαδεδομένες στην εποχή του επιτομές. Στόχος του Αμμιανού είναι η εύρεση της αλήθειας χωρίς καμία παρέκκλιση, ενώ αποφεύγει τις υπερβολές.13 Δε διστάζει να επικρίνει καταστάσεις οι οποίες επιδέχονται ψόγου και από την κριτική του δε διαφεύγει ούτε η πρωταγωνιστική μορφή του Ιουλιανού.14 Σε ό,τι αφορά τη ροπή του προς τους πλατειασμούς (excursus), αυτοί οφείλονται στη μερική ανεπάρκεια που χαρακτηρίζει την πληροφόρησή του για ορισμένα γεγονότα, αλλά και στην ανεπιτυχή προσπάθειά του να περιορίσει και να δομήσει σωστά το γνωστικό πλούτο των γραπτών πηγών του. Το έργο του Αμμιανού συντάχθηκε κυρίως για τους Ρωμαίους αναγνώστες και μάλιστα για την ανώτερη τάξη της κοινωνίας της Ρώμης, γεγονός που δικαιολογεί την απόφασή του να το συγγράψει στη λατινική γλώσσα και όχι στην ελληνική. Οι αναγνώστες του ήταν μεν γνώστες και άλλων γλωσσών, αλλά κυρίως της λατινικής γραπτής παραγωγής, και είχαν τη δυνατότητα να εκτιμήσουν στο έργο του Αμμιανού την απήχηση του Λιβίου, του Κικέρωνος κτλ. Ο Αμμιανός έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στο ύφος του έργου του. Ως στρατιωτικός γνώριζε λατινικά, την επίσημη γλώσσα του ρωμαϊκού στρατού. Ήταν σε θέση να μιλήσει, να γράψει και να διαβάσει, όμως δεν του ήταν τόσο εύκολο να αποκτήσει την ευφράδεια ενός Λατίνου. Προσπάθησε λοιπόν να κοσμήσει το λόγο του με κάθε είδους σχήματα. Μερικές από τις ιδιαιτερότητες του ύφους του είναι η ασυνήθιστη συντακτική δομή και οι εικονογραφικοί και ποιητικοί τρόποι έκφρασης. Επίσης υπάρχουν στο κείμενό του πολλοί προφορικοί τύποι, όπως η χρήση του συγκριτικού βαθμού αντί του θετικού, του quod με οριστική για την αιτιατική και το απαρέμφατο του ενεστώτα αντί του μέλλοντα. Ο πεζός λόγος του είναι δομημένος με ρυθμό και συχνά κλείνει τις προτάσεις του με το μετρικό σύστημα (clussula), δηλαδή χρησιμοποιεί δύο ή τέσσερις μη τονισμένες συλλαβές, ποτέ μία ή τρεις, ανάμεσα στους δύο τελευταίους τόνους κάθε φράσης. Σαφώς πολλοί από τους συντακτικούς σχηματισμούς έχουν συμπτωματική, μη μετρική κατάληξη, αλλά ο αριθμός τους είναι περιορισμένος συγκριτικά με το μετρικό σύστημα του Αμμιανού. Οι ελληνικές λέξεις διατηρούν κατά κανόνα την προφορά τους (το i και το u χρησιμοποιούνται είτε ως φωνήεντα είτε ως σύμφωνα). Παρά την απλότητα του συστήματός του ωστόσο, υπάρχει μια αξιόλογη ποικιλία καταλήξεων.



1. Βλ Rolphe, J.C. (εκδ.), Ammianus Marcellinus, 3 τόμ. (London - Cambridge Massachusetts 1956), xlii.

2. Κατ’ αυτό τον τρόπο ερμηνεύεται και η υμνητική στάση του Μαρκελλίνου προς το πρόσωπο του στρατηγού του μέσα στο έργο του. Βλ. Rolphe, J.C. (εκδ.), Ammianus Marcellinus 1 (London - Cambridge, Massachusetts 1956), σελ. 10.

3. Amm. Marc. XVI 10.21.

4. Amm. Marc. ΧΙΧ 1-7.

5. Amm. Marc. XIX 8.5.

6. Βλ. Rolphe, J.C. (εκδ.), Ammianus Marcellinus 1 (London - Cambridge, Massachusetts 1956), σελ. 12.

7. Amm. Marc. XVII 4.6.

8. Amm. Marc. ΧΧΧ. 9.5.

9. Amm. Marc. ΧVII 13.33.

10. Ensslin, W., "Zur Geschictsschreibung und Weltanschauung des Ammianus Marcellinus", στο Klio Beiheft 16 (1923), σελ. 64.

11. Amm. Marc. XIV και XXIV.

12. Βλ. Rolphe, J.C. (εκδ.), Ammianus Marcellinus 1 (London - Cambridge, Massachusetts 1956), σελ. 18.

13. Amm. Marc. XVIII.

14. Amm. Marc. XXII 9.12.